Στα τέλη του 12ου αιώνα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διερχόταν βαθιά κρίση. Οι ανορθωτικές προσπάθειες των Κομνηνών ανέβαλαν την παρακμή αλλά δεν θεράπευσαν τα σοβαρά προβλήματα του κράτους. Ο θάνατος του Μανουήλ Κομνηνού άφησε έναν ανήλικο διάδοχο, κηδεμονευόμενο από μια αντιδημοφιλή αυτοκράτειρα και έναν θηλυπρεπή ευνοούμενο. Οι αντιβασιλείς, για να επιβληθούν, έδιναν προνόμια στους Ιταλούς εμπόρους κι επιδίωκαν το αδυνάτισμα των επαρχιακών στρατιωτικών μονάδων.
Όπως και στο παρελθόν, ένας δυναμικός στρατηγός – σε αυτή την περίπτωση ο Ανδρόνικος Κομνηνός – κατέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία το Μάιο του 1182, επιτρέποντας στον όχλο να κορέσει τη μανία του, λεηλατώντας, καταστρέφοντας και σκοτώνοντας τους ξένους της Πόλης. Κατόπιν, για να στερεωθεί στην εξουσία, τύφλωσε τον ανήλικο διάδοχο και άρχισε να φυλακίζει και να εκτελεί όποιον από την τάξη των Δυνατών υποπτευόταν για συνωμοσία.
Σε αντίθεση με το ταραγμένο Βυζάντιο, στη Νότια Ιταλία και τη Σικελία Νορμανδοί τυχοδιώκτες από τη βόρεια Γαλλία είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα ισχυρό κράτος. Σε αρκετές περιπτώσεις είχαν απειλήσει το Βυζάντιο. Τον 11ο αιώνα ο Αλέξιος Κομνηνός είχε αποκρούσει με μεγάλη δυσκολία τον Ροβέρτο Γυισκάρδο, αλλά οι απόγονοι του Νορμανδού κατάφεραν να στεφθούν βασιλείς από τον Πάπα και να αυξήσουν την ισχύ τους. Χρησιμοποίησαν τη βυζαντινή οργάνωση και γραφειοκρατεία για να δημιουργήσουν ένα ισχυρό κράτος, που σε κάποια στιγμή λίγο έλειψε να εξαλείψει την ισλαμική απειλή στην ανατολική Μεσόγειο.
Την περίοδο που το Βυζάντιο σπαρασσόταν από έριδες, στη Σικελία βασίλευε ο Γουλιέλμος Β’, ένας ηγεμόνας που εξασφάλισε ειρήνη κι ευημερία στο βασίλειό του κι έμεινε γνωστός με το προσωνύμιο «Καλός». Εκμεταλλευόμενος τις φήμες για την επιβίωση του ανήλικου διαδόχου του βυζαντινού θρόνου, ο Γουλιέλμος οργάνωσε μια επίθεση εναντίον της Αυτοκρατορίας με απώτερο στόχο την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την αναγόρευση του ίδιου σε Ρωμαίο αυτοκράτορα. Συγκέντρωσε ισχυρό στρατό 80.000 ανδρών, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν 5.000 ιππείς υπό τους συγγενείς του, κόμητες Ριχάρδο και Βαλδουΐνο και στόλο 200 πλοίων, υπό τον ελληνικής καταγωγής ναύαρχο Μαργαρίτη (τα νούμερα που αναφέρονται – πλην του στόλου – είναι αμφισβητούμενα, καθώς υποστηρίζεται ότι οι δυνάμεις του ανέρχονταν στο ένα τρίτο των προαναφερθέντων).
Οι Νορμανδοί αποβιβάστηκαν και κατέλαβαν το Δυρράχιο, που παραδόθηκε αμαχητί από το διοικητή του. Στη συνέχεια, ο στρατός τους κατευθύνθηκε μέσα από την Ιλλυρία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία προς τη Θεσσαλονίκη. Οι οδηγίες του Γουλιέλμου για αποφυγή των λεηλασιών τηρήθηκαν σε γενικές γραμμές και πολλές περιοχές παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση. Στις 15 Αυγούστου 1185 έφτασαν στη Θεσσαλονίκη και άρχισαν την πολιορκία της από ξηρά και θάλασσα. Οι κάτοικοι της πόλης αντιστάθηκαν, αλλά η ανικανότητα του διοικητή Δαυίδ Κομνηνού σε συνδυασμό με την αργοπορία των ενισχύσεων από την Κωνσταντινούπολη, οδήγησαν στην κατάρρευση της άμυνας και την κυρίευση της πόλης. Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος αναφέρει ότι οι απώλειες των κατοίκων ανήλθαν σε 7.000, ενώ οι Νορμανδοί, μετά από αυτή την επιτυχία, έχασαν την πειθαρχία τους και επιδόθηκαν σε λαφυραγωγίες.
Η είδηση της πτώσης της Θεσσαλονίκης προκάλεσε πανικό και λαϊκή εξέγερση στην πρωτεύουσα, με αποτέλεσμα την ανατροπή, σύλληψη και θανάτωση του Ανδρόνικου Α’ Κομνηνού. Στο θρόνο ανέβηκε ο Ισαάκιος Άγγελος ο οποίος δεν ήταν ιδιαίτερα ικανός, αλλά περιστοιχιζόταν από ικανούς ανθρώπους, όπως ο στρατηγός Αλέξιος Βρανάς. Ο Βρανάς καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Αδριανούπολης και με την εμπνευσμένη του διοίκηση κατάφερε να ανασυγκροτήσει το βυζαντινό στρατό.
Οι Νορμανδοί μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης είχαν χωριστεί σε τρία τμήματα. Το ένα τμήμα παρέμεινε για τη φρούρηση της Θεσσαλονίκης, το άλλο κατευθύνθηκε προς την περιοχή των Σερρών, όπου προξενούσε πολλές ζημιές στην περιοχή της Αμφίπολης και το τρίτο τμήμα, κατευθυνόμενο προς την Κωνσταντινούπολη, στρατοπέδευσε στη Μοσυνούπολη, ενώ ο Νορμανδικος στόλος πλησίαζε την Κωνσταντινούπολη δια θαλάσσης.
Ο Ταγκρέδος, κόμης του Λέτσε και ο Βαλδουίνος ντ’ Ωτεβίλλ, αν και γενναίοι μαχητές δεν είχαν ούτε τη στρατηγική ικανότητα, ούτε την πολιτική οξύνοια του βασιλιά τους. Θεωρώντας ότι δεν υπάρχει άμεση απειλή, είχαν χωρίσει τις δυνάμεις τους σε πολλά αποσπάσματα που είχαν εκτραπεί σε λεηλασίες, πράγμα το οποίο τους είχε αποδυναμώσει σε σημαντικό βαθμό. Η μανία τους για διάκριση δυσκόλευε περισσότερο τη συνεργασία τους. Ο Αλέξιος Βρανάς, εκμεταλλευόμενος τη διάσπαση των Νορμανδών, οδήγησε το στρατό του και την κατάλληλη στιγμή επιτέθηκε στα μεμονωμένα τμήματα που βρίσκονταν γύρω από τη Μοσυνούπολη, τα διέλυσε και ανακατέλαβε το φρούριό της.
Επόμενος στόχος του Βρανά ήταν η περιοχή της Αμφίπολης και ο βυζαντινός στρατός βάδισε στην περιοχή του Στρυμόνα, όπου είχαν στρατοπεδεύσει οι δυνάμεις του Βαλδουίνου ντ’ Ωτεβίλλ. Τα δύο στρατεύματα παρατάχθηκαν στον τόπο «τον λεγόμενον του Δημητρίτζη», όπως αναφέρουν οι Ν. Χωνιάτης και Θ. Σκουταριώτης. Ο Βαλδουίνος, που αντελήφθη σε τι δεινή θέση βρισκόταν, άρχισε να μιλά για συνθήκη κι έστειλε κήρυκες για διαπραγματεύσεις στον Αλέξιο Βρανά. Παράλληλα όμως, έστειλε αγγελιοφόρο στο γυναικάδελφο του Ταγκρέδου, Ριχάρδο, καλώντας τον να τον ενισχύσει. Επίσης, έστειλε άλλους να συγκεντρώσουν τους σκόρπιους στρατιώτες του που λεηλατούσαν. Δε διακινδύνευε να υποχωρήσει πέρα από το Στρυμόνα, γιατί φοβόταν επίθεση με καταστροφικά αποτελέσματα καθώς θα περνούσε το ποτάμι.
Εικ.2 |
Οι Νορμανδοί ιππότες αντιμετώπισαν με θάρρος την επίθεση και εξαπέλυσαν τις ορμητικές επελάσεις για τις οποίες ήταν διάσημοι. Ήταν όμως χωρισμένοι σε μικρές πρόχειρες ομάδες και στα σημεία που διασπούσαν τις γραμμές των Βυζαντινών περικυκλώνονταν από τους αριθμητικά υπέρτερους αντιπάλους τους και σφαγιάζονταν. Το πεζικό τους, κάτω από την πίεση του αντίστοιχου βυζαντινού, δεν μπορούσε να τους υποστηρίξει. Οι άτακτοι ελαφροί πεζοί όρμησαν προς το ποτάμι προσπαθώντας να σώσουν τη λεία τους. Οι Βυζαντινοί τους ακολουθούσαν κατά πόδας και τους σκότωναν. Η διαρροή των άτακτων πανικόβαλε τους Ιταλιώτες πολιτοφύλακες, που άρχισαν και αυτοί σταδιακά να τρέπονται σε φυγή. Οι Βυζαντινοί έσπρωχναν αμείλικτα τους αντιπάλους τους προς την όχθη του Στρυμόνα.
Οι Νορμανδοί ιππείς μάχονταν απεγνωσμένα, αλλά η ορμή τους είχε καταπέσει, καθώς τα άλογά τους – όσα δεν είχαν σκοτωθεί – κατέρρεαν από εξάντληση. Η μάχη εξελισσόταν πλέον όχι σε επελάσεις με τη λόγχη, αλλά σε συγκρούσεις με πολεμικά ρόπαλα και ξίφη, όπου η αριθμητική υπεροχή των Βυζαντινών τους έδινε τη δυνατότητα να περικυκλώνουν τους αντιπάλους τους και να τους καταβάλλουν. Ελάχιστοι ιππότες κατάφεραν να διασπάσουν τον κλοιό και να διαφύγουν. Μόλις σκοτώθηκε ο σημαιοφόρος του Βαλδουίνου και το λάβαρο έπεσε καταγής, αυτός και οι σωματοφύλακές του «έσπασαν» και παραδόθηκαν. Ένας ανεψιός του Μανουήλ Κομνηνού που είχε υποστηρίξει τους Ωτεβίλλ συνελήφθη προσπαθώντας να διασχίσει το Στρυμόνα και του επιβλήθηκε η συνήθης ποινή για τους στασιαστές: τύφλωση. Η προφορική παράδοση αναφέρει ότι στη μάχη έπεσε και ο Βυζαντινός στρατηγός Δημητρίστας.
Όταν οι φυγάδες έφτασαν κακήν κακώς στη Θεσσαλονίκη, είδαν ότι δεν μπορούσαν να υπερασπίσουν την κατεστραμμένη πόλη και αναχώρησαν για την Ιταλία. Ο Ισαάκιος Άγγελος για να ικανοποιήσει τον όχλο της πόλης έβαλε τους Νορμανδούς αιχμάλωτους αλυσοδεμένους σε υπαίθριες φυλακές, χωρίς φαγητό και εκτεθειμένους στα στοιχεία της φύσης. Έτρωγαν μόνο αν τους ελεούσε κάποιος. Υπό αυτές τις συνθήκες, άρχισαν να πεθαίνουν αθρόα – πρώτα οι τραυματίες και οι άρρωστοι – ενώ οι υπόλοιποι υποχρεώνονταν να τους θάβουν σε ομαδικούς τάφους. Η ανόητη αυτή ενέργεια του αυτοκράτορα δυσχέραινε τις διπλωματικές σχέσεις τους Βυζαντίου με τη Δύση και ενίσχυε την προπαγάνδα των εχθρών της Αυτοκρατορίας.
Η συντριπτική ήττα των Νορμανδών στο Δημητρίτσι έθαψε τις φιλοδοξίες των Ωτεβίλλ για ανάρρηση στο βυζαντινό θρόνο. Η νίκη του βυζαντινού στρατού ενίσχυσε σε σημαντικό βαθμό το ηθικό των Βυζαντινών και στερέωσε στο θρόνο τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Άγγελο, επιτρέποντάς του να καταπνίξει την εξέγερση των Ασάν στη Βουλγαρία. Επίσης, ανέστειλε την κινητοποίηση του σουλτάνου του Ικονίου, που εκμεταλλευόμενος την πτώση του Ανδρόνικου Α’ από το θρόνο έκανε επιδρομή στο Θέμα των Θρακησίων. Τέλος, απέδειξε ότι το Βυζάντιο, ακόμα και στην κατάσταση που βρισκόταν, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους εχθρούς του αν διέθετε τους κατάλληλους ανθρώπους στις σωστές θέσεις. Αντί γι’ αυτό όμως, οι άστοχες ενέργειες των κρατούντων τόσο στην εσωτερική, όσο και στην εξωτερική πολιτική οδήγησαν στην κατάρρευση της Αυτοκρατορίας και στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204.
Άρθρο του Στέφανου Σκαρμίντζου στο περιοδικό Ιστορικές Σελίδες
Εικόνα 2:http://www.hellinon.net
©ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟΝ/visaltis.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου